- αντισχέδιο
- τοσχέδιο που καταρτίστηκε για κατάργηση ή τροποποίηση άλλου σχεδίου: Ενώ καταρτιζόταν σχέδιο απόφασης του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, προβλήθηκε από ορισμένη χώρα αντισχέδιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.